Η μάνα που έτρεχε σαν τρελή για βοήθεια

«Θέλω βοήθεια», ξεστόμισε μια μέρα ξαφνικά.

Δειλά στην αρχή, πολύ σιγανά.

Ντρεπόταν τόσο πολύ να το πει, ούτε στον ίδιο της τον εαυτό δεν ήθελε να το παραδεχτεί.

Έμοιαζε σε όλους τόσο δυνατή: κατάφερνε να δουλεύει, να μεγαλώνει παιδιά, και πάντα να χαμογελά.

Έτρεχε μέρα-νύχτα να προλάβει. Τα έκανε όλα μόνη της, δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν άλλον, ποιος άλλος θα ήξερε καλύτερα απ’ αυτήν τις δουλειές του σπιτιού, τις ανάγκες των παιδιών…

Δεν εμπιστευόταν κανέναν. Χαμογελούσε σε όλους, αλλά δεν τους χρειαζόταν.

«Καλύτερα μόνη μου, να έχω τον έλεγχο των πραγμάτων», μονολογούσε για να ξεγελαστεί,  όταν από την κούραση θόλωναν τα πάντα γύρω της.

Η μάνα που έτρεχε σαν τρελή για βοήθεια

Και τα χρόνια περνούσαν. Και κλεινόταν όλο και πιο πολύ στον εαυτό της. Συνέχιζε να τα κάνει όλα με συνέπεια: Κι όλοι συνέχισαν να λένε για τη γυναίκα-πρότυπο, που τα καταφέρνει όλα, και σπίτι, και δουλειά, και άντρα και παιδιά πάντα στην τρίχα.

Κι οι λιγοστοί άνθρωποι που στέκονταν χρόνια τώρα στο πλευρό της, άρχισαν σιγά-σιγά να χάνονται. Αφού δεν τους χρειαζόταν, έπαψαν να την χρειάζονται κι αυτοί.

Ώσπου μια μέρα μπήκε σ’ ένα μαγαζί, μετά τη δουλειά. Αμίλητη, κοιτούσε τη βιτρίνα, κι ένιωσε ξαφνικά μια απέραντη λύπη να πλημμυρίζει την καρδιά της.

«Θέλετε βοήθεια;» τη ρώτησε ευγενικά η πωλήτρια.

Γύρισε και την κοίταξε, κοντοστάθηκε και είπε:

«Ναι, θέλω βοήθεια. Δεν αντέχω άλλο». Το είπε σιγανά, πολύ σιγανά.

Η κοπέλα δεν την άκουσε. Την ξαναρώτησε:

«Πώς είπατε;»

«Θέλω βοήθεια! Δε μπορώ άλλο μόνη μου, δε θέλω άλλο μόνη μου. Πονάω πολύ», της είπε. Και βγήκε με φόρα έξω απ’ το μαγαζί.

Ένιωσε να πλημμυρίζει από χίλια συναισθήματα, ένιωσε την ανάγκη να δώσει και να πάρει, να πάρει και να δώσει. Ένιωσε άξαφνα την ανάγκη να αγαπηθεί, να παραδεχτεί τα λάθη της, και τη μοναξιά της. Και, το πιο περίεργο: ένιωσε πιο δυνατή από ποτέ.

Άρχισε να τρέχει μέσα στον κόσμο. Πολύ τρέξιμο, χωρίς σταματημό. Διάλεξε το πρώτο πεζοδρόμιο που βρέθηκε μπροστά της, το καβάλησε κι άρχισε να τρέχει σαν τρελή.

Όλοι κοιτούσαν παραξενεμένοι. «Πάει, της σάλεψε», είπαν μερικοί.

Όμως δεν ξέρανε.

Πως έτρεχε για να ξαναβρεί αγάπη, και σύνδεση, και επαφή, και άνοιγμα, και άγγιγμα, και ταύτιση, και γέλια, και δάκρυα.

Έτρεχε για να βρει βοήθεια.

 

Η φωτογραφία είναι του Thomas Hawk.

You Might Also Like