Όταν συναντήθηκαν η κοκκινοσκουφίτσα, ο λύκος και το Τώρα

Από τότε που γεννήθηκε ο Χρήστος, 6 και κάτι χρόνια τώρα,έχω εντοπίσει κάτι σε μένα: Βαριέμαι να παίξω. Μιλάμε βαριέμαι πολύ, πάρα πολύ. Όποτε μου ζητάει να παίξουμε, με λούζει κρύος ιδρώτας. Και ελάχιστες φορές μέσα σ’ αυτά τα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου να παίζω με χαρά, άνετη και χαλαρή, μαζί με το παιδί. Συνήθως παίζω και σκέφτομαι κάτι άλλο, ή δεν παίζουμε και κάνουμε κάτι που συμφωνούμε παρέα: διαβάζουμε βιβλίο, μαγειρεύουμε,τακτοποιούμε κλπ. κλπ.

Και βλέπω κάποιες άλλες μαμάδες να παίζουν και να γελάνε με τα παιδιά με τις ώρες, και με τα δικά τους παιδιά, και με άλλα παιδιά, και λέω: Μα τι γίνεται ρε φίλε, που τη βρίσκουν την όρεξη?

Πριν λίγες μέρες λοιπόν, μόλις είχαμε τελειώσει το φαγητό, μου είπε για τρισχιλιοστή πεντακοσιοστή έκτη φορά στη ζωή του: «Μαμά, θέλεις να παίξουμε?». Και επειδή η διάθεσή μου ήταν πολύ καλή εκείνη τη στιγμή, του απάντησα θετικά χωρίς να το πολυσκεφτώ, με μεγάλη άνεση και όρεξη.

Ξεκινήσαμε λοιπόν να παίζουμε τον κακό λύκο και την κοκκινοσκουφίτσα, ανταλλάζοντας ρόλους ανά διαστήματα, και κάνοντας ό,τι μας κατέβει: Τρέχαμε γύρω-γύρω στο σαλόνι, φωνάζαμε, θυμώναμε, γελούσαμε, απ’ όλα.

Όταν συναντήθηκαν η κοκκινοσκουφίτσα, ο λύκος και το Τώρα

Ήμουν σε ένα παραλήρημα. Σαν μικρό παιδί γελούσα και έτρεχα πάνω-κάτω, κι έβλεπα και το Χρήστο να είναι τόσο, μα τόσο χαρούμενος και ενθουσιασμένος.

Κι ενώ τα έκανα όλα αυτά τα παλαβά, τα τόσο έξω από μένα, ενώ αφέθηκα στην εμπειρία χωρίς να το σκεφτώ, μέσα σε μια τόση δα στιγμή, ξαφνικά, μου ήρθε η επιφοίτηση:

Και κατάλαβα γιατί μπορούσα επιτέλους να παίξω.

Εκείνο το μεσημέρι μπορούσα να παίξω,

Γιατί ζούσα στο Τώρα.

Αυτό το Τώρα που όλο το συζητάμε, που όλο λέμε «Ζήσε τη στιγμή», «Ζήσε το τώρα», αλλά σπάνια το κάνουμε πραγματικά.

Και πώς κατάλαβα ότι ζούσα στο Τώρα?

Γιατί το μυαλό μου ήταν τελείως άδειο από σκέψεις, και 100% αφοσιωμένο σε αυτό που έκανα, κάθε στιγμή.

Όταν έτρεχα γύρω-γύρω από το σαλόνι, ένιωθα τα πόδια μου να τραντάζονται και το γέλιο να πλημμυρίζει το στόμα μου. Και απολύτως τίποτε άλλο.

Όταν έκλεινα τα μάτια για να κρυφτεί ο Χρήστος, άκουγα τους ήχους γύρω μου, και ένιωθα τα βλέφαρά μου να ακουμπούν απαλά στους βολβούς των ματιών μου. Και απολύτως τίποτε άλλο.

Κι όταν στο τέλος, εξαντλημένη από το τρέξιμο, ξάπλωσαφαρδιά-πλατιά πάνω στο χαλί, ένιωσα το σώμα μου να απλώνεται κάτω στη γη, και την καρδιά μου να ρίχνει σιγά-σιγά τους παλμούς της . Και απολύτως τίποτε άλλο.

Ήμουν εκεί, χωρίς καμία σκέψη να με πηγαίνει κάπου αλλού από το Τώρα.

Συνειδητή 100% σε αυτό που κάνω, χωρίς καμιά απόσπαση, έζησα μια μεταμορφωτική εμπειρία που με έκανε να συνειδητοποιήσω πως είναι να ζεις αληθινά.

Και ξέρετε, το έχω ξανακάνει. Αυτό, το να ζω στο Τώρα. Αλλά για πολύ λιγότερο χρόνο, για 2-3 λεπτά το πολύ. Μετά πάλι παρασυρόμουν από το μυαλό μου, και τα πρέπει, και τις δουλειές μου και τις λίστες μου.

Όμως πρώτη φορά το έζησα τόσο πολύ, και τόσο έντονα.

Έγινα ξανά παιδί, σαν το παιδί μου, κι έπαιξα όπως μου αξίζει.

Κι έζησα όπως μου αξίζει.

Από τότε, προσπαθώ σχεδόν συνέχεια να είμαι συνειδητή σε αυτό που κάνω, κάθε στιγμή.

Να βγάζω το πιάτο από την πιατοθήκη και να νιώθω την υφή του, και το χέρι μου καθώς κινείται. Και τίποτε άλλο.

Να ντύνομαι και να νιώθω την κίνηση του ρούχου και του κορμιού μου καθώς ετοιμάζονται να συναντηθούν. Και τίποτε άλλο.

Καθετί που κάνω κάθε μικρή στιγμή, θέλω να είναι συνειδητό.

Γιατί έτσι ανακάλυψα ότι όχι μόνο ζω αληθινά, αλλά συνδέομαι και με τον εαυτό μου, και καταλαβαίνω επιτέλους, σιγά-σιγά, ποια είμαι.

Ζώντας με συνείδηση κάθε στιγμή, αρχίζει και ξεδιπλώνεται μπροστά μου ο εαυτός μου, αυτός ο μεγάλος άγνωστος που τόσα χρόνια ψάχνω ναβρω.

Κάθε συνειδητή στιγμή, με φέρνει κι ένα βήμα πιο κοντά του.

Κι ένα βήμα πιο κοντά στους ανθρώπους που αγαπώ, και σε ότι αξίζει να ζούμε στη ζωή αυτή.

Καλές γιορτές με συνείδηση λοιπόν θα πω φέτος. Βάζουμε την κόκκινη κάπα μας, παίζουμε απελευθερωμένοι από τα δεσμά του μυαλού μας, και αφηνόμαστε σε ό,τι φέρνει κάθε στιγμή της ζωής μας.

Χρόνια μας πολλά!

Τη μέρα που ούρλιαζα μες στο αμάξι

Πριν μερικούς μήνες συνάντησα τυχαία στο δρόμο έναν φίλο μου που αγαπώ πολύ κι είχα καιρό να δω. Αφού αγκαλιαστήκαμε και ανταλλάξαμε τηλέφωνα και λόγια ζεστά, μπήκα στο αυτοκίνητο να γυρίσω σπίτι.

Ήμουν μόνη μου στο αμάξι, και τόσο, μα τόσο χαρούμενη από αυτή τη συνάντηση, που ένιωθα την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει.

Δεν ήξερα τι να κάνω με όλα αυτά τα έντονα συναισθήματα. Καθισμένη μέσα στο αμάξι, ακινητοποιημένη στην κίνηση, ένιωθα πραγματικά εγκλωβισμένη. Πού να διοχετεύσω τη χαρά μου; Να τρέξω δεν μπορώ, να χορέψω δεν μπορώ, αχ τι θα μπορούσα να κάνω;

Τη μέρα που ούρλιαζα μες στο αμάξι

Κι έτσι ξαφνικά, το βρήκα: Θα ανοίξω το στόμα μου, κι ό,τι βγει! Θα αφήσω τη φωνή μου βγάλει προς τα έξω ό,τι νιώθει η ψυχή μου, να βγάλει έξω τη χαρά που ‘ναι κλεισμένη μες στο κορμί μου.

Άνοιξα λοιπόν το στόμα μου διάπλατα, αφέθηκα, και το άφησα να πει και να βγάλει ό,τι ένιωθε, ό,τι ήθελε.

Κι άρχισα να ουρλιάζω. Άναρθρες κραυγές έβγαιναν από μέσα μου, ήχοι πρωτάκουστοι για μένα, ήχοι πρωτόγονοι. Τους άκουγα για πρώτη φορά.

Δεν δείλιασα, συνέχισα. Ένιωθα πως θέλω κι άλλο, πολύ ακόμα.

Κι άλλα ουρλιαχτά, κι άλλες φωνές που δε μοιάζανε δικές μου άρχισαν να γεμίζουν το χώρο γύρω μου.

Δεν μπορούσα να σταματήσω γιατί ήταν πολλές οι φωνές που είχαν εγκλωβιστεί μέσα μου, για χρόνια.

Και τότε κατάλαβα.

Δε φώναζα μόνο απ’ τη χαρά μου που είδα τον φίλο μου μετά από καιρό.

Αυτή ήταν η πρώτη φωνή. Που έδωσε το χέρι της στις επόμενες να βγουν, αυτές που σιωπούσαν μέσα μου για χρόνια.

Κι έτσι άκουσα το ουρλιαχτό της χαράς όταν γέννησα που ντρεπόμουν τότε τον γιατρό μου και τους νοσοκόμους και το ‘κλεισα μέσα μου.

Άκουσα και το ουρλιαχτό του θυμού μου για τα λάθη άλλων που με πλήγωσαν βαθιά.

Μετά άκουσα και το ουρλιαχτό της εξάντλησης από το μεγάλωμα ενός παιδιού που χρειάζεται τόσα πολλά κι εγώ δεν έχω πάντα να τα δώσω.

Και τέλος άκουσα και το ουρλιαχτό του ενθουσιασμού που δεν ήταν δικό μου, αλλά ήταν του κορμιού μου που το έκανε για να με ευχαριστήσει γιατί επιτέλους το ξαλάφρωσα.

Πόσα συναισθήματα χώνουμε μέσα μας, από μικρά παιδιά, γιατί δεν είναι πρέπον να φωνάζουμε, δεν είναι πρέπον να ουρλιάζουμε, ή να χοροπηδάμε σαν κατσίκια.

Έχω υπάρξει πολύ ντροπαλή για χρόνια, και κάνω αγώνα τον τελευταίο καιρό να γίνω πιο αυθόρμητη, πιο αληθινή, πιο αυθεντική.

Παλεύω να αφεθώ, όπου και όποτε μπορώ, για να με γνωρίσω καλύτερα, αλλά και για να έρθω σε πιο ουσιαστική επαφή με τους ανθρώπους γύρω μου.

Οι φωνές, τα ουρλιαχτά στο αυτοκίνητο μετά από λίγο σταμάτησαν. Και όσο κι αν μοιάζει περίεργο, ενώ άδειασα τόσα πολλά από μέσα μου, ένιωθα πιο γεμάτη και πιο πλήρης από ποτέ.

Συνέχισα να οδηγώ. Μα ο δρόμος μπροστά μου δεν ήταν δρόμος πια, αλλά ένα ποτάμι.

Κι εγώ κολυμπούσα μέσα του, απελευθερωμένη. Πανευτυχής.

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Βρέθηκα πριν λίγες μέρες στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου. Επειδή θα περίμενα για πολλή ώρα, πήρα να διαβάσω ένα γυναικείο περιοδικό μόδας που ήταν ακουμπισμένο στο τραπεζάκι.

Άρχισα να ξεφυλλίζω αργά-αργά τις σελίδες.

Σε κάθε σελίδα ξυπνούσαν αναμνήσεις, κι είδα όλα αυτά που κοιτούσα από μικρό παιδί, τότε που ρουφούσα τα μηνύματα και τα κρυφά νοήματα χωρίς να ξέρω πόσο πολύ θα με πλήγωναν.

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Πόσα χρόνια είχα να πιάσω ένα τέτοιο περιοδικό στα χέρια μου…

Όμως στην εφηβεία μου τα ξεκοκάλιζα. Θυμάμαι για ώρες που καθόμουν και τα διάβαζα, λάτρευα τη μόδα και παρακολουθούσα τις τάσεις με μανία. Μου άρεσαν κυρίως τα ατίθασα ρούχα και μαλλιά, περίεργοι συνδυασμοί που ξεπερνούσαν αυτά που είχε συνηθίσει το μάτι.

Και διάβαζα. Διάβαζα τα άρθρα για ομορφιά, για μαλλιά, για το σώμα. Δεν τα πολυακολουθούσα η αλήθεια είναι, ήμουν πάντοτε πιο πολύ αγοροκόριτσο παρά κοκέτα, αλλά μου άρεσαν, κι ότι μου ταίριαζε το υιοθετούσα: φορούσα περίεργα αρώματα, πολύχρωμα ρούχα, και διένυα την νεότητά μου άλλοτε με θάρρος κι άλλοτε με δειλία. Κυρίως με δειλία.

Θυμάμαι που κοιτούσα και για ώρες το σώμα μου στον καθρέφτη. Ποτέ δε μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Θυμάμαι τις δίαιτες, και τις ανασφάλειες, και τις διατροφικές διαταραχές, και τα ατέλειωτα σκοτεινά βράδια να σκέφτομαι τα αγόρια που αγαπούσα και που δε θα μ’ αγαπούσαν ποτέ αν δεν έχανα 10 κιλά, και δεν είχα πιο μικρή μύτη, και δεν περπατούσα πιο αγέρωχα, και πιο καμαρωτά.

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Και πονάω για εκείνα τα χαμένα χρόνια. Πονάω για τις στιγμές που δεν έζησα με γέλιο, αλλά με πόνο. Πονάω για τα θλιμμένα μάτια μου που ποτέ δεν έμεναν ικανοποιημένα από μένα. Πονάω για τον ατέλειωτο πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη το σώμα μου, το καημένο μου το σώμα, και για τη χαρά που έχασα, για τη χαρά που δεν έζησα.

Και θυμώνω για αυτή τη βιομηχανία που προβάλλει τα λαμπερά κάτασπρα χαμόγελα, τα σαρκώδη χείλη, τις αισθησιακές πόζες, τα γυμνά κορμιά που φωνάζουν σεξ κι όχι ομορφιά, όχι μητρότητα, όχι γαλήνη. Θυμώνω για αυτά τα περιοδικά που ακόμα και σήμερα, τώρα πια το βλέπω καθαρά, προωθούν κάτι ψεύτικο, κάτι που δεν θ’ αγγίξουμε ποτέ εμείς οι γυναίκες, γιατί είναι κάτι που δεν είμαστε εμείς, γιατί εμείς είμαστε πιο άξιες, και πιο σημαντικές, και πιο ικανές, και πιο υπέροχες από 2 στεγνά πόδια κι ένα λάγνο βλέμμα.

Εγώ ξύπνησα κάπου εκεί στα 30 μου χρόνια. Και κατάλαβα πόσο μακριά από την ανθρώπινη ψυχή, από την ουσία της ζωής, από την αληθινή και πηγαία ομορφιά είναι όλα αυτά.

Και κατάλαβα πως η βιομηχανία της λάμψης πατάει πάνω στη γυναικεία ανασφάλεια, στην  ανάγκη μας να αρέσουμε και να είμαστε όμορφες, για να μας διαλύσει. Για να μας πάρει όλα μας τα λεφτά, και να μας κάνει κάποιες άλλες, να μας κάνει κινούμενα κορμιά χωρίς ζωή, χωρίς ψυχή.

Οι εικόνες αυτές είναι παντού, και μας κατακλύζουν, και περνάνε στο υποσυνείδητο άθελά μας, και μετά ό,τι και να δούμε στον καθρέφτη μας, πρόσωπο, στήθος, μπούτια, κοιλιά, ποτέ δεν είναι αρκετά καλά. Δεν είναι εύκολο να τις αποκλείσουμε απ’ τη ζωή μας, αλλά μπορούμε να τις αγνοούμε όσο πιο συχνά γίνεται. Όταν βλέπουμε πολλή χρυσόσκονη και λάγνα χείλια να στρέφουμε το βλέμμα μας αλλού.

Και να ανοίγουμε τα μάτια στην αληθινή ομορφιά:

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Όταν βλέπεις χρυσόσκονη, γύρνα το βλέμμα σου αλλού

Αυτές είναι φωτογραφίες της Jade Beall, μιας Αμερικανίδας που φωτογραφίζει αληθινές κι υπέροχες μητέρες σαν εμάς. Εμένα με βοηθούν πολύ αυτές οι εικόνες, γιατί σε αυτές αντικρύζω και το δικό μου σώμα, και δε νιώθω πια μόνη. Βλέπω πως δεν είμαι μόνο εγώ που δεν έχω τέλειες γραμμώσεις, ή τέλεια δόντια, αλλά είμαστε πολλές, κι είμαστε τόσο μοναδικές μέσα στην αυθεντικότητά μας…

Υπάρχει σήμερα ένα παγκόσμιο κίνημα που υποστηρίζει και προωθεί την αυθεντική και πηγαία γυναικεία υπόσταση. Ας ταχθούμε με αυτό το κίνημα, κι ας αγνοήσουμε τις λαμπερές, τις ψεύτικες καρικατούρες που μας γέμιζαν τύψεις και πόνο τόσα χρόνια…

Ας στρέψουμε το βλέμμα στην αλήθεια, για να βρούμε τη δική μας αλήθεια ξανά.

Συμφωνείτε;