Τελικά το αμάξι είναι ο προσωπικός μου χώρος. Σήμερα το πρωί, γυρνώντας απ’ το σχολείο του Χρήστου, έβγαλα αυτή τη φωτογραφία.
Είμαι καθισμένη στη θέση του οδηγού, μόλις έχω παρκάρει κάτω απ’ το σπίτι. Αλλά αρνούμαι να βγω έξω. Κάθομαι και βλέπω τα αυτοκίνητα να περνούν, τους ανθρώπους να τρέχουν, ενώ τα δικά μου πόδια έχουν ριζώσει για τα καλά στο πατάκι κάτω απ’ τα πεντάλ.
Έφυγα πληγωμένη απ’ το σχολείο σήμερα. Το παιδί μου δεν ήθελε να κάτσει. Ενώ φέτος έχει πια προσαρμοστεί αρκετά καλά, υπάρχουν πότε-πότε κι αυτά τα πρωινά. «Να φύγουμε, μαμά, να γυρίσουμε σπίτι», μου έλεγε, ενώ το χειλάκι του είχε σπάσει, κι ήταν έτοιμος να κλάψει.
Όταν βλέπω αυτό το σπάσιμο των χειλιών, σπάω κι εγώ. Είναι χειρότερο απ’ το κλάμα, τουλάχιστον το κλάμα είναι ξέσπασμα, ενώ αυτό το σπάσιμο μου βγάζει κάτι πιο βαθύ…
Και βέβαια παίζει ρόλο που κι εγώ δεν ξύπνησα καλά σήμερα. Μη με ρωτάτε πως και γιατί, σχεδόν ποτέ δεν ξέρω την απάντηση. Απλά κάποιες μέρες είναι καλές, και κάποιες όχι.
Κι ενώ λοιπόν δεν ήμουν καλά, είδα και το παιδί να μη θέλει να κάτσει στο σχολείο, και ένιωσα ένα μεγάλο κύμα θλίψης να με λούζει.
Όμως βρήκα το κουράγιο και του είπα λίγα λόγια τρυφερά, τον αγκάλιασα, τον χάιδεψα, βοήθησε κι η καλή μας η δασκάλα και γρήγορα συνήλθε και με χαιρέτησε στην πόρτα.
Φεύγοντας τον χαιρέτησα κι εγώ, και τον είδα να ξεμακραίνει με αργά βήματα. Έμεινα λίγο ακόμα να δω πως θα προχωρήσει –όταν αρχίζει και τρέχει είναι όλα καλά-, αλλά δυστυχώς οι κουρτίνες δε με άφηναν να δω τη συνέχεια… Κι έτσι έφυγα με την απορία: Τι κάνει; Είναι εντάξει τώρα; Άραγε νιώθει μόνος;
Μπήκα στο αυτοκίνητο να επιστρέψω σπίτι. Στη διαδρομή ήμουν μαγκωμένη, κανένα τραγούδι στο ραδιόφωνο δεν κατάφερε να μου φτιάξει το κέφι. Κι όταν λοιπόν έφτασα κάτω απ’ το σπίτι -για να γυρίσουμε και στην αρχή αυτού του post- δεν μπορούσα με τίποτα να βγω απ’ το αυτοκίνητο.
Δεν το σκέφτηκα, δεν ήταν μια απόφαση του νου. Ποτέ δεν είπα: Τώρα θα κάτσω εδώ για λίγο, δε θα κουνηθώ. Έγινε μόνο του, χωρίς δική μου παρέμβαση. Λες κι είχα βγει από το σώμα μου, κι ανήμπορη το παρακολουθούσα να αφήνεται στη βαρύτητα της γης, αδύναμο να κάνει την παραμικρή κίνηση.
Η θλίψη της ψυχής μου πέρασε στο σώμα μου, και το αιφνιδίασε. Κι έμοιαζε σαν να του λέει:
«Είμαι εδώ και δε φεύγω, αν δε με νιώσεις καλά, μες στο πετσί σου, να καταλάβεις τι δύναμη έχω. Δε θα μου ξεφύγεις τόσο εύκολα, με δουλειές και δράση και διεργασίες του νου. Είμαι εδώ. Κατάλαβέ το».
Κι έτσι παραδόθηκα αμαχητί, το σώμα μου κι εγώ. Έκατσα πραγματικά δεν ξέρω πόση ώρα ακίνητη, σε μια υποτυπώδη επαφή με την πραγματικότητα γύρω μου, υπνωτισμένη σαν ζόμπι από τη θλίψη μου.
Μόλις τέλειωσε όλο αυτό, έβγαλα τη φωτογραφία και βγήκα έξω νιώθοντας πολύ καλύτερα: Όχι χαρούμενη, αλλά τουλάχιστον πιο ήρεμη. Γιατί βίωσα τη θλίψη μου, έστω και μ’ αυτό το σιωπηλό τρόπο, δεν την αγνόησα, δεν την στρίμωξα μες στις πολλές υποχρεώσεις, αλλά της έδωσα χώρο, την αναγνώρισα.
Πηγαίνοντας προς το σπίτι, ένας δυνατός αέρας με ταρακούνησε για τα καλά. Πριν προλάβει να κοπάσει, του ‘πα να στείλει στο παιδί μου μια μεγάλη αγκαλιά κι ένα φιλί να του κρατάνε συντροφιά μέχρι το μεσημέρι.
Προχώρησα με βήμα ζωηρό, κι ένιωσα ένα δειλό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη μου.
«Θα τα καταφέρουμε και σήμερα παιδί μου» μονολόγησα, κι έβαλα το κλειδί στην πόρτα.