Ξύπνησα κουρασμένη, φορτωμένη, με σώμα βαρύ. Κι εκεί που τριγυρνούσα σαν ζόμπι, μου ‘ρθε, μετά από χρόνια, ξαφνικά, να ζωγραφίσω. Διάλεξα τα λαδοπαστέλ, που έχουν γεμάτο και ζωντανό αποτέλεσμα. Πήρα ένα κουτάκι του γιού μου, και πήρα και κάτι παλιά, δικά μου, που ανακάλυψα με ενθουσιασμό πριν από καιρό, στο πατρικό μου.
Ξεκίνησα με τα παλιά. Πιάνω ένα κίτρινο, το ακουμπάω στο χαρτί, σίγουρη ότι θα έχω ένα λείο και γρήγορο αποτέλεσμα. Αλλά διαψεύστηκα τόσο απότομα…Το λαδοπαστέλ είχε ξεραθεί μετά από τόσα χρόνια, και με κόπο κατάφερα να τραβήξω μερικές γραμμές, που βγήκαν τόσο άγριες. «Μας ξέχασες τόσον καιρό. Μας καταχώνιασες σε μια γωνιά και έφυγες», έμοιασαν να μου λένε. «Τι περίμενες? Να ‘ναι όλα όπως παλιά?».
Μαγκωμένη, έπιασα αμέσως ένα του γιου μου. Πόσο συμπαγές και λείο αποτέλεσμα! Συνέχισα με ορμή να διαλέγω χρώματα, πάντα απ’ τα καινούρια, να κάνω ό,τι μου κατέβει – αυτός ήταν ο σκοπός μου άλλωστε: Να αφεθώ στη διαδικασία, να αφήσω τα χέρια μου να βγάλουν συναισθήματα τα ένα μετά το άλλο, το ένα πάνω στο άλλο, σ’ ένα λευκό χαρτί που είναι έτοιμο να δεχτεί ό,τι κι αν του δώσω.
Μετά από λίγο ξαναδοκίμασα τα παλιά λαδοπαστέλ. Πήρα ένα κόκκινο αυτή τη φορά. Το πίεσα με δύναμη στο χαρτί, ζόρισα λίγο παραπάνω το χέρι μου, αλλά κάτι βγήκε. Κάτι πιο συμπαγές, κάτι πιο ταιριαστό σε μένα. Συνέχισα, δεν το εγκατέλειψα. Έκανα κι άλλες γραμμές, κι ας δυσκολευόμουν, κι ας έβρισκα αντίσταση απ’ τη σκληράδα των πολλών ετών.
Και τότε άρχισα να ζωγραφίζω με όλα, καινούρια και παλιά. Στο κάθε χρώμα, στην κάθε υφή, έβγαινε και κάτι άλλο από μέσα μου. Παλιές και νέες αναμνήσεις, παλιά και νέα συναισθήματα συναντήθηκαν, ακούμπησαν το ένα το άλλο, κι εγώ να μη θέλω να σταματήσω να ζωγραφίζω.
Ένα Α4 ζωγράφισα, και ενώ ξέρω πως δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, στα μάτια μου φαντάζει τόσο όμορφο, που κάθομαι και το χαζεύω για ώρα, αδιάκοπα.
Γιατί εκφράστηκα και μαλάκωσα. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά.
Δοκιμάστε το. Με παλιά, με καινούρια λαδοπαστέλ, με ξυλομπογιές, με τέμπερες…
Με μόνο όριο το χαρτί, ή ακόμα ούτε αυτό, γιατί όχι?, ας αφεθούμε.
Νιώθω ήδη το σώμα μου πιο ανάλαφρο, και την ψυχή μου πιο ήσυχη.
Είναι γιατί και τα δύο, σώμα και ψυχή, έβγαλαν πολλά στο χαρτί, και τώρα ξεκουράζονται, γιατρεύονται.
Και μαζί τους ξεκουράζομαι, και γιατρεύομαι κι εγώ.