Καραντίνα

Παιδί μου.

Σε βλέπω.

Μεγαλώνεις σε άλλον κόσμο.

Η μάνα μου μεγάλωσε πάνω στις πέτρες, εγώ με κασετόφωνο, κι εσύ με μια οθόνη και μια μάσκα αγκαλιά.

Όταν βγαίνουμε έξω και παίρνουμε αέρα, σε κοιτάζω να τρέχεις, να παίζεις, να χοροπηδάς.

Και μια ανακούφιση γεμίζει την καρδιά μου.

Δεν ξέχασες.

Δε θα ξεχάσεις ποτέ, πώς είναι να ζεις πραγματικά.

Μέσα από την οθόνη βλέπεις τους φίλους σου, τη δασκάλα σου, σ’ ακούω να γελάς.

Και τότε χαμογελάω, κάτι μικρό φωτίζει εντός μου, Η ελπίδα πως χαίρεσαι και είσαι πιο καλά από όσο νομίζω,

Από όσο φοβάμαι.

Αχ, μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο παιδί μου.

Να βγαίνουμε έξω πιο πολύ.

Αλλά δουλεύω, πρέπει να δουλεύω, δε μ’ αφήνουν να ζήσω αλλιώς.

Όταν έρχεσαι και μου ζητάς βόλτα, κι εγώ έχω deadlines και ούτε να σε κοιτάξω δεν προλαβαίνω,

Να ‘ξερες πόσο πονάει η καρδιά μου που δε σε κοιτάζω.

Προσπαθώ πολύ.

Αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα…

Μόνος σου κι εσύ, μόνη μου κι εγώ, με τους φίλους και τους αγαπημένους μέσα στις οθόνες,

Μόνοι μας γλυκό μου παιδί,

Μα και μαζί,

Θα το περάσουμε κι αυτό,

Γιατί γελάμε, και έχουμε ανθεκτικότητα οι άνθρωποι, και θυμόμαστε, δεν ξεχνάμε, θυμόμαστε πως είναι να είσαι άνθρωπος, να ζεις, να αναπνέεις, να ζεις.

Όλα θα πάνε καλά παιδί μου.

Έλα στην αγκαλιά μου, τη δική μου την έχεις απλόχερα, ευτυχώς, τη δική μου την έχεις.

Κι έχω κι εγώ τη δική σου, την πιο μεγάλη αγκαλιά του κόσμου.

Κάνω φιλιά τα λάθη μου και σε γεμίζω παντού, συγχώρεσε με για όσα δεν μπορώ, για όσα ανέβαλα παιδί μου.

Τον χρόνο πίσω να γυρίσω δεν μπορώ, αλλά να, έλα, τώρα, γράψε στο κινητό μου το 6, και πάμε για ποδήλατο.

Να παίξεις, να σε χαρώ.

Να χαρούμε, παιδί μου!

Βαθιά στα μάτια

Αν κοιτάξεις το παιδί σου βαθιά στα μάτια,

αδειάσεις μυαλό από σκέψεις, και εστιάσεις μόνο στο βάθος των ματιών του,

τότε θα σου αποκαλυφθεί η ψυχή που κρύβεται μέσα στη σάρκα,

και θα σου φανεί η στιγμή αυτή σαν αιώνας, καλύτερα σαν άχρονη στιγμή,

χωρίς κανένα πλαίσιο, ντυμένη μόνο με την καθαρότητα της σύνδεσης.

Αν κοιτάξεις το παιδί σου βαθιά στα μάτια,

θα το δεις μωρό να σε ζητάει απεγνωσμένα,

και μετά μικρό παιδί να σου απλώνει το χεράκι του στο δρόμο,

θα το δεις έφηβο να φεύγει βιαστικά χωρίς ούτε ένα γεια,

θα το δεις ενήλικα να σου γελάει ντροπαλά όταν τον αγκαλιάζεις.

Αν κοιτάξεις το παιδί σου βαθιά στα μάτια,

θα πέσουν σα χάρτινοι πύργοι όλοι σας οι ρόλοι,

οι χαρακτηρισμοί και τα επίθετα που δώσατε εσείς και οι γύρω σας στους εαυτούς σας,

και θα μείνουν μόνο οι δύο άσβεστες φλόγες που κοιτούν η μια την άλλη με λαχτάρα και αιώνια αγάπη.

Αν κοιτάξεις το παιδί σου βαθιά στα μάτια,

θα δεις να καθρεφτίζεσαι πιο θαρραλέα και πιο δυνατή από όσο νομίζεις.

Και θα δεις και το παιδί σου πιο θαρραλέο και πιο δυνατό από όσο νομίζεις.

Αν κοιτάξεις το παιδί σου βαθιά στα μάτια θα δεις πως όλα διορθώνονται, όλα λύνονται, όλα αλλάζουν,

και θα νιώσεις μια αγκαλιά να σας χωράει και τους δύο,

καθώς οι ψυχές χορεύουν στο δικό τους μοναδικό ρυθμό,

χαρίζοντας μια απαράμιλλη σπιρτάδα στα βλέμματα,

και μία άσβεστη ελπίδα στις καρδιές.

Γράμμα από ένα παιδί πρώτης δημοτικού

Χτες το πρωί, βρήκα ένα γράμμα στην πόρτα μου.

Ήταν από ένα παιδί της πρώτης δημοτικού.

Έγραφε με στρογγυλά, όμορφα γράμματα, τα παρακάτω:

«Είμαι 6 χρονών. Έχω μάθει ήδη, να γράφω και να διαβάζω αρκετές λέξεις. Παίζω, γελάω, είμαι χαρούμενος. Αλλά καμιά φορά πιέζομαι.

Και ίσως να μην το βλέπετε εσείς οι μεγάλοι. Ίσως να μην έχω κι εγώ τη δύναμη πάντα να το πω.

Αλλά πιέζομαι.

Δεν μπορώ να κάνω με ευκολία όμορφα και στρογγυλά τα γράμματα.

Το χέρι μου δεν είναι ακόμα έτοιμο.

Αλλά προσπαθώ, γιατί βλέπω πόσο πολύ το θέλουν και η δασκάλα μου, και οι γονείς μου.

Και πιέζομαι να γράφω τα φυλλάδια στο σπίτι. Και την αντιγραφή.

Το κουκλόσπιτό μου με περιμένει να παίξουμε, αλλά εγώ δεν προλαβαίνω πάντα.

Έχω διάβασμα.

Και μετά έχω και δραστηριότητα.

Αλλά εγώ θέλω να παίξω. Και θέλω να τρέξω. Χωρίς κανόνες, ελεύθερα κι απλά.

Και το θέλω όχι από καπρίτσιο. Το θέλω γιατί αυτό έχει ανάγκη το σώμα μου. Αυτό έχει ανάγκη η ηλικία μου.

Δε με νοιάζει, δε θέλω να μάθω από τώρα αγγλικά.

Είμαι χαρούμενος, είμαι γελαστός, αλλά καμιά φορά πιέζομαι.

Γράμμα από ένα παιδί πρώτης δημοτικού

Στο σχολείο είμαι τόσες ώρες καθισμένος σε μια καρέκλα.

Και στο διάλειμμα ίσα που προλαβαίνω να ξεμουδιάσω, και το κουδούνι χτυπάει ξανά.

Ακολουθώ τους κανόνες, υπακούω, και ξέρω πως πρέπει να το κάνω, αλλά κι αυτό με πιέζει.

Δεν είναι εύκολο για μένα να μπω σε καλούπια, είμαι μόλις 6 χρονών.

Θα μπω όμως, και θα μάθω αυτά που πρέπει να μάθω, και όλα θα γίνουν όπως πρέπει να γίνουν.

Έχω καταλάβει πως λειτουργεί η κοινωνία μας, μη με νομίζετε μικρό.

Όλα τα ξέρω κι όλα τα καταλαβαίνω.

Θέλω όμως να σας ζητήσω μια χάρη:

Να με αφήνετε να παίζω λίγο παραπάνω.

Και να χαίρεστε όταν προσπαθώ.

Κι όχι μόνο όταν κάνω στρογγυλά γράμματα.

Και να μη μου φωνάζετε.

Γιατί προσπαθώ πολύ, πάρα πολύ.

Μπορεί να μην το βλέπετε, μπορεί να μην το λέω, αλλά το κάνω. Πάντα, κάθε στιγμή.

Είμαι μικρός. Αλλά είμαι και μεγάλος.

Θέλω χώρο, αγκαλιά, κι αποδοχή των αναγκών μου.

Και λιγότερα φυλλάδια».