Ο άνθρωπος που καθόρισε τη ζωή μου όσο κανένας άλλος

Προχτές εκεί που έστρωνα τα σεντόνια, θυμήθηκα και πάλι τη Γιωργή. Είναι η κωφάλαλη θεία μου με την οποία μεγάλωσα από τότε που γεννήθηκα  και μέχρι μια μέρα εκεί γύρω στα 20 μου χρόνια, που έγειρε το κεφαλάκι της και πέθανε στα χέρια μου, την ώρα της δύσης του ηλίου.

Ο άνθρωπος που καθόρισε τη ζωή μου όσο κανένας άλλος

Από τότε τη σκέφτομαι συχνά. Έρχεται και με βρίσκει ξαφνικά, σε άσχετες στιγμές, και πλημμυρίζει την καρδιά και την ψυχή μου με την ύπαρξή της. Επικοινωνούμε, εγώ κλαίω, κι αυτή χαμογελά μ’ εκείνο το χαμόγελο που ωραιότερο δεν έχει δει ανθρώπου μάτι.

Δεν πέθανε. Τριγυρίζει ανάμεσά μας, σε άλλη μορφή, όχι ανθρώπινη, αλλά είναι εδώ. Καθοδηγεί τις κινήσεις μου, με χαϊδεύει όταν πονάω, μου δίνει κουράγιο όταν κουράζομαι.

Δεν χρειάζεται να έχω απτές αποδείξεις για την ύπαρξή της. Το ξέρω πως είναι πάντα εδώ, πως δεν έφυγε ποτέ. Κι αυτή δεν είναι μια γνώση του νου, αλλά μια γνώση πιο βαθιά, που δε χρειάζεται καμιά απόδειξη από ανθρώπινα μυαλά. Είναι η γνώση της ψυχής, που δε λαθεύει ποτέ.

Η ύπαρξη της Γιωργής είναι ο συνδετικός κρίκος που ενώνει εμένα, τη μάνα μου και την αδερφή μου. Η σύνδεσή μας καθορίζεται κυρίως από την συμβίωσή μας μαζί της. Ξέρω πως τα βράδια η μάνα μου τη σκέφτεται και κλαίει. Εκείνα τα βράδια κλαίω κι εγώ, κλαίει κι η αδερφή μου.

Αυτά τα βράδια είναι που έρχεται η Γιωργή και μας παίρνει και τις τρεις απ΄ το χέρι, και κάνουμε βόλτες στο χωριό, και μαγειρεύουμε παρέα, και γελάμε, και αγγίζουμε η μία την άλλη.

Τρεις γενιές γυναικών, ενωμένες, γεμάτες συναισθήματα, και ανασφάλειες, και διαφωνίες, και τσακωμούς, και ντροπή, και θάρρος, και όρεξη για ζωή, και αγάπη τόσο μεγάλη, τόσο δυνατή, που κάνει όλα της ζωής τα ζόρια να μοιάζουν μονοπάτια γεμάτα λουλούδια θερινά.

Ένας κύκλος είμαστε, η μάνα μου η αδερφή μου κι εγώ, και στο κέντρο του στροβιλίζεται γελώντας η Γιωργή: Αυτή που μας έδωσε τόσα πολλά, που μας έκανε αυτές που είμαστε σήμερα. Αυτή, ένας ήλιος που έδυσε, μα που ανατέλλει ξανά κάθε πρωί.

Ό,τι και να πω γι’ αυτήν δε φτάνει. Όμως τη σκέφτηκα, κι ήθελα να καταγράψω έστω κι αυτά τα λίγα λόγια, τώρα που κάθεται εδώ δίπλα μου, κρατώντας μου το χέρι ενώ πάλι κλαίω με λυγμούς.

Θυμάμαι σαν τώρα τη μέρα που γεννήθηκα, που η Γιωργή έκοψε ένα μικρό κομμάτι απ΄τη δική της καρδιά και μου το έχωσε βαθιά μες στη δική μου.

Γι’ αυτό νιώθω γεμάτη από αγάπη για τους ανθρώπους, για τη γη, για ό,τι συναντώ στο διάβα μου.

Γιατί κουβαλάω μέσα μου, τη δική της καρδιά.

Μην κλαις, του είπαν. Και τότε το μικρό παιδί…

«Μην κλαις», του είπαν.

Και το μικρό παιδί σταμάτησε να κλαίει.

Πάτησε το κουμπί που κλείνει τα δάκρυα, και στάθηκε σιωπηλό.

Με τη λύπη του να ριζώνει μέσα του βαθιά.

Το άκουσε πολλές φορές αυτό το «Μην κλαις».

Ώσπου ξέχασε πως είναι να κλαις.

Και μεγάλωσε.

Κι όποτε πονούσε, ή θυμόταν τους ανθρώπους που φύγαν από κοντά του, σώπαινε.

Και μελαγχολούσε, και σκοτείνιαζε το βλέμμα.

Αλλά ούτε ένα δάκρυ.

Είχε ξεχάσει να κλαίει, δεν ήξερε πώς, δεν έμαθε ποτέ.

Κι ο πόνος ρίζωνε όλο και πιο βαθιά.

Γιατί τα δάκρυα απαλύνουν τον πόνο, τον μικραίνουν: Τα δάκρυα λυτρώνουν.

Μην κλαις, του είπαν. Και τότε το μικρό παιδί...

Αλλά δεν μάθαμε να κλαίμε, δε μας αφήσανε.

Κι έτσι τριγυρνάμε στη ζωή, όπως αυτό το μικρό παιδί, λυπημένοι, αλλά χωρίς δάκρυα.

Εγώ παλεύω να βρω τον τρόπο να μάθω να κλαίω, να μην καταπιέζομαι, να μην ντρέπομαι, να μην πνίγω τα δάκρυά μου, όπου βρεθώ, όποτε κι αν μου ‘ρθει, να τ’ αφήνω να κυλήσουν. Όσα θέλουν, για όσο θέλουν.

Κι αυτό προσπαθώ να κάνω και με το παιδί μου. Όταν κλαίει, το παρηγορώ, του σκουπίζω τα δάκρυα, αλλά το αφήνω να κλάψει.

Για να μάθει να κλαίει.

Γιατί το κλάμα το χρειαζόμαστε όλοι μας.

Το χρειάζεται το σώμα, το χρειάζεται η ψυχή μας.

Το κλάμα είναι μια αγκαλιά. Που δίνουμε εμείς στον εαυτό μας.

Είναι παρηγοριά και λύτρωση.

Ζωή χωρίς κλάμα δεν υπάρχει.

Ας δώσουμε στον εαυτό μας και στα παιδιά μας ένα μεγάλο δώρο:

Ας μάθουμε να κλαίμε.

Κι ας ξαναγεννηθούμε κλαίγοντας. Όπως τότε, όταν βγήκαμε απ’ την κοιλιά της μάνας μας.