Είναι μικρά, ατομικά, ακουμπισμένα σε περίοπτη θέση στο τραπέζι του σαλονιού.
Κάθε φορά που μπαίνουμε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, ο Χρήστος τρέχει προς τα ‘κει.
Αφού αρπάζει όσα περισσότερα χωρούν οι μικρές του χούφτες, φωνάζει με ενθουσιασμό:
«Σοκοφρετάκια γιαγιά! Να τα φάμε τώρα!»
Ε, και μετά ξεκινάει η μεγάλη διαπραγμάτευση:
«Όχι δεν θα τα φας τώρα, θα φάμε πρώτα φαγητό και μετά»,
«Δεν θα φας 3, θα φας μόνο 1 γιατί και το πρωί έφαγες 2 μπισκότα»,
και όλα αυτά τα σχετικά που τα ξέρουμε και τα έχουμε πει χιλιάδες φορές.
Και ανάμεσα στις σκληρές διαπραγματεύσεις, να πετάγεται και η γιαγιά και να λέει:
«Άστο το παιδί να τα φάει, αφού τα θέλει, δεν τρώει καθόλου γλυκά, χρειάζεται και το γλυκό».
Κι εγώ να γίνομαι ταύρος, γιατί δεν τη συμπαθώ τη ζάχαρη, και δεν τρώμε και επεξεργασμένα, και νευριάζω και με τη μάνα μου, και ενώ γίνεται όλος αυτός ο σαματάς ο Χρήστος έχει ήδη φάει το πρώτο σοκοφρετάκι κι ανοίγει και το δεύτερο, αφήνοντας εμένα και τη γιαγιά να συνεχίζουμε απτόητες τις διαπραγματεύσεις ενώ αυτός χαμογελά με δόντια καφέ από τη σοκολάτα.
Όταν όμως αντίκρυσα το σοκολατένιο χαμόγελο του παιδιού μου, και με τι χαρά άνοιγε το περιτύλιγμα για να το φάει, θυμήθηκα εμένα.
Εμένα όταν ήμουν παιδί, και άνοιγα το δικό μου περιτύλιγμα από το παγωτό-πύραυλο που μου αγόραζε ο παππούς μου κάθε απόγευμα τα καλοκαίρια στο χωριό. Αυτό το παγωτό που η μαμά σπάνια μου έπαιρνε «γιατί έχει πολλή ζάχαρη και συντηρητικά».
Και πώς το περίμενα εκείνο το παγωτό… Το ξετύλιγα σιγά-σιγά, με προσοχή, και σίγουρα τα μάτια μου έλαμπαν, ακόμα τα θυμάμαι να καίνε από τη χαρά μου.
Κι ακόμα και τώρα όποτε βλέπω παιδάκι να κρατά πύραυλο στα χέρια του, τα μάτια μου καίνε από χαρά, χαίρομαι τόσο για το παιδάκι, χαίρομαι και για μένα που έζησα τόσο όμορφες στιγμές δίπλα στον δικό μου παππού και στη δική μου γιαγιά.
Οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν για αργότερα μιας και δεν καταλήξαμε σε συμφωνία, κι έτσι μουδιασμένες κάτσαμε μαμά και κόρη στο τραπέζι να φάμε. Έχοντας ζωντανή μες στο μυαλό μου την ανάμνηση του παππού μου, το παγωτό της παιδικής μου ηλικίας και κοιτώντας τώρα το παιδί μου να γελάει δίπλα στον δικό του παππού και στη δική του τη γιαγιά, έσκασα ένα μεγάλο χαμόγελο στα ξαφνικά.
Κι αποφάσισα να χαλαρώσω.
Και να αφήσω το παιδί μου να χτίσει τη δική του σχέση με τον παππού και τη γιαγιά του.
Μια σχέση διαφορετική από αυτή του γονιού με το παιδί.
Με μια άλλη επικοινωνία, με άλλους κώδικες και κανόνες.
Είναι η δική τους, μοναδική σχέση.
Μια σχέση που εμπεριέχει σοκοφρετάκια, και παγωτά-πύραυλους, και μπισκοτάκια, και απρόσμενα δωράκια, και σοκολατάκια:
Μια σχέση χωρίς άγχος, γεμάτη ζάχαρη, γεμάτη γλύκα.
Εγώ την έζησα αυτή τη σχέση, και θέλω πολύ να τη ζήσει και το παιδί μου.
Φεύγοντας το απόγευμα από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, άρπαξα ένα σοκοφρετάκι από το τραπέζι, το έφαγα, και με γεμάτο το στόμα είπα στο μικρό μου Χρήστο:
«Πωπώ είναι πολύ νόστιμα, είχες δίκιο που ήθελες να τα φας!»
Ο Χρήστος χοροπήδησε απ’ τη χαρά του, κι άρπαξε κι αυτός να φάει ένα τελευταίο.
«Να τα αφήσεις εκεί στο τραπέζι να ερχόμαστε να τρώμε», είπα στη μάνα μου λίγο πριν κλείσω την πόρτα.
Κι ανταλλάξαμε δύο φωτεινά χαμόγελα, κηρύττοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο το τέλος των διαπραγματεύσεων.
(Αυτό το κείμενό μου πρωτοδημοσιεύθηκε εδώ)