Αποχαιρετώντας νησιά και ανθρώπους το καλοκαίρι

Θυμάμαι τη συγχωρεμένη τη γιαγιά μου να μας ρίχνει νερό στο δρόμο καθώς επιστρέφαμε τέλος καλοκαιριού απ’ το χωριό στην Αθήνα. Για να κυλήσει το ταξίδι μας ήρεμα και ομαλά, όπως το νερό.

Θυμάμαι κι εμένα, από μικρό παιδί, που μόλις έχανα το βλέμμα μου απ’ το νησί (τη Λευκάδα), έβαζα πάντα τα κλάματα. Ποτέ δεν ήθελα να φύγω, ποτέ το καλοκαίρι δεν ήταν αρκετό. Και τι να λέμε, ποτέ δεν είναι.

Καλοκαιρινοί αποχαιρετισμοί. Ιδρωμένες αγκαλιές, κάτω απ’ τον ήλιο τον καυτό, με τις εξατμίσεις αναμμένες να σηματοδοτούν το τέλος της σαιζόν.

Έτσι και φέτος, είχα ήδη τους πρώτους μου αποχαιρετισμούς, κι ας είμαστε ακόμα στον Ιούλιο. Ο πρώτος ήταν που χαιρέτησα για μια ακόμη φορά το νησί μου, κουνώντας το χέρι μου, σαν μικρό παιδί, και πλημμυρισμένη με ένα αίσθημα παραίτησης, αυτό που λέει πως όσο και να προσπαθήσω, δεν μπορώ να ‘χω τη Λευκάδα όσο τη θέλω. Πάντα θα μου ξεγλιστρά, και πάντα το καλοκαίρι, σαν το νερό μέσα απ’ τις φούχτες μας.

Κι ο δεύτερος. Αχ, ο δεύτερος. Νάτος, στη φωτογραφία. Η αδερφή μου κι εγώ, που χαιρετιόμαστε στη Θεσσαλονίκη, μετά από αρκετές μέρες που βρεθήκαμε μαζί, όπως κάθε καλοκαίρι.

Αποχαιρετώντας νησιά και ανθρώπους το καλοκαίρι

Ο φωτογράφος δεν έπιασε τη σκηνή της αγκαλιάς, όπως του ζήτησα. Έπιασε όμως το αμέσως μετά, τα χέρια μας δεμένα, για λίγο ακόμα, για όσο περισσότερο γίνεται.

Κι έπιασε και μένα, με ένα πρόσωπο γεμάτο δάκρυα, και λίγο γερασμένο. Τι περίεργο…

Δε με έχω ξαναδεί έτσι. Δεν είμαι πια μικρή, αλλά δεν είμαι και μεγάλη. Στα 37 μου, θα ‘λεγε κανείς ότι δείχνω όσο είμαι. Ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω. Κι όμως, σ’ αυτή την τόσο μικρή στιγμή, μοιάζω γριά. Μ’ ένα πρόσωπο σπασμένο απ’ τη θλίψη του αποχωρισμού, αυτού που όσες φορές κι αν τον βιώσεις, δεν τον συνηθίζεις ποτέ. Ίσα-ίσα, το αντίθετο. Όσο περνούν τα χρόνια γίνεται όλο και πιο βαρύς, γιατί βαραίνεις κι εσύ, κι οι πλάτες σου, και τα πόδια, κι οι αναμνήσεις γίνονται πια τόσες πολλές που πονάει το κεφάλι σου, σαν να μη χωράει άλλες.

Δε συνηθίζονται οι αποχωρισμοί. Γίνονται απλά αποδεκτοί, για να μπορούμε να προχωρήσουμε, να μη σωριαστούμε χάμω. Μπαίνει ένα απότομο στοπ στο κλάμα, χαλαρώνουν τα χέρια κι απομακρύνονται απ’ το άλλο σώμα, το αγαπημένο, κι όλα παίρνουν το δρόμο που πρέπει. Το δρόμο που διαλέξαμε στη ζωή, όταν ζυγιάσαμε τα υπέρ και τα κατά, κι είπαμε «ξεκινάμε, κι όπου μας βγάλει».

Αχ πόσο μου λείπει η αδερφή μου. Κι όσο περνούν τα χρόνια, όλο και πιο πολύ. Κι αυτή, κι άλλοι πολλοί φευγάτοι… Που αυξάνονται, όλο και αυξάνονται. Κι ώρες-ώρες πολύ στενοχωριέμαι…

Όμως και πόσο χαίρομαι. Που έχω ανθρώπους να αποχαιρετάω, και δάκρυα να χύνω, που έχω αγκαλιές να χώνομαι και πρόσωπα να αγγίζω τρυφερά.

Κι όσο αποχαιρετώ, τόσο και καλωσορίζω. Νέες φιλίες, νέες αγάπες, νέες στιγμές. Και νέους αποχαιρετισμούς.

Όλα επαναπροσδιορίζονται. Με το χρόνο, με την απόσταση, ξαναγεννιούνται, ή σβήνουν, ανάλογα με τις επιθυμίες και τις επιλογές μας.

Αλλά όλα είναι ακόμα εδώ, στο χέρι μας.

Τρώω καρπούζι και θυμάμαι, και πληκτρολογώ και βουρκώνω, σκουπίζοντας τα μάτια μου απ΄ το φόρεμά μου.

Οι αποχωρισμοί κρύβουν μέσα τους τόση αγάπη.

Και νιώθω τόσο τυχερή που αγαπάω και αγαπιέμαι. Τόσο πολύ.

Όταν το παιδί μου προχώρησε χωρίς να κοιτάξει πίσω

Σήμερα το παιδί μου προχώρησε χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Φτάσαμε στο σχολείο, πρώτη μέρα για φέτος, κι έτρεξε μέσα χοροπηδώντας.

Με το ζόρι πρόλαβα να τον χαιρετήσω.

Όλες τις τελευταίες μέρες είχα την αγωνία αν θα θέλει να πάει.

Σκεφτόμουν τι θα του πω, πως θα το χειριστώ, προετοίμαζα το έδαφος με συζητήσεις…

Αλλά να που το παιδί μου με διέψευσε.

Τον είδα να ξεμακραίνει, να προχωρά χωρίς εμένα, κι όσο χάρηκα, άλλο τόσο σάστισα.

Σάστισα γιατί παραξενεύτηκα προς στιγμήν.

Δεν το περίμενα.

Το εγωιστικό μου κομμάτι  ένιωσε και λίγη ζήλια…

«Μα μπορεί να φεύγει τόσο άνετα από μένα; Πως γίνεται; Μέχρι πριν λίγο καιρό δεν έκανε λεπτό μακριά μου…»

Γύρισα να τον κοιτάξω μια τελευταία φορά πριν φύγω. Δε μ’ έβλεπε, καθόταν με τη δασκάλα του και γελούσε με τ’ άλλα παιδιά.

Χαμογέλασα πλατιά, και τα μάτια μου υγράνθηκαν ξαφνικά.

Όταν το παιδί μου προχώρησε χωρίς να κοιτάξει πίσω

Ποιοι είναι αυτοί που λένε πως τα παιδιά φεύγουν στα 18;

Δεν ξέρουν τι τους γίνεται.

Τα παιδιά φεύγουν πολύ-πολύ νωρίτερα.

Ζουν, και αισθάνονται, και παλεύουν, και αγωνίζονται, και γελάνε, χωρίς εμάς.

Από πολύ νωρίς.

Η αγάπη μας και η ποιότητα της σύνδεσής μας τα ακολουθεί παντού, όπου κι αν πάνε, και συμβάλλει στη διαδρομή της ζωής τους.

Όμως είναι δική τους η διαδρομή.

Πριν λίγες μέρες το παιδί μου με κοίταξε με χαρά, τέντωσε το μικρό του κορμί και με καμάρι μου είπε:

«Μαμά, κοίτα πως μεγάλωσα! Μόνος μου το κατάφερα!»

Μόνα τους τα καταφέρνουν όλα. Εμείς τους δίνουμε κάποια εφόδια, τα βοηθάμε, τα στηρίζουμε, αλλά αυτά καθοδηγούν τη ζωή τους, από πολύ μικρά.

Και θα καταφέρουν πολλά, κι εμείς θα μένουμε άφωνοι στο παρασκήνιο. Άφωνοι, με μάτια γεμάτα δάκρυα, και με μια αγάπη σαν χείμαρρο που ώρες-ώρες δεν ξέρουμε πώς να την διοχετεύσουμε.

Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεμάκρυνα απ’ το σχολείο.

Τώρα είναι μόνος του, όπως κι εγώ.

Έδιωξα τις εγωιστικές μου σκέψεις μακριά, και πλημμύρισα από συναισθήματα χαράς για το παιδί μου που γελά και παίζει στο σχολείο χωρίς εμένα.

Σήμερα, μια μέρα του Σεπτέμβρη του 2016, το μικρό μου παιδί ξεμάκρυνε από μένα.

Θα ξαναγυρίσει, αλλά δε θα ‘ναι ποτέ πια το ίδιο.

Θα προχωρά, όλο και κάθε μέρα, πιο κοντά στον αληθινό του εαυτό.

Θα προχωρά κάθε μέρα, όλο και πιο κοντά στην ελευθερία.

Φτάνει να τον αγαπώ τόσο πολύ και με τέτοιο τρόπο, που να βρω τη δύναμη να τον αφήσω να φύγει.

Για να προχώρα μπροστά με βήματα σταθερά, χωρίς να χρειάζεται να κοιτάζει πίσω.

Θα φωλιάσω μες στην καρδιά του χωρίς βάρος, ανάλαφρα, απαλά, για να μη με ψάχνει ακόμα κι αν είμαι μακριά, ακόμα κι αν φύγω για πάντα.

 

«Μαμά, κοίτα πως μεγάλωσα! Μόνος μου το κατάφερα!»

«Ναι παιδί μου, μόνος σου!», απάντησα, με την καρδιά μου πλημμυρισμένη από ευτυχία και τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα.

Καλό Σεπτέμβρη και καλό δρόμο γεμάτο αγάπη για όλα τα παιδιά, αλλά και για μας…