Δεν είναι ότι δεν αγαπώ το παιδί μου

“Δεν είναι ότι δεν αγαπώ το παιδί μου, αλλά πραγματικά χρειάζομαι χρόνο για μένα”. Πόσες φορές έχουμε ξεκινήσει μια φράση που να εκφράζει τις ανάγκες μας, βάζοντας μπροστά αυτό το “Δεν είναι ότι δεν αγαπώ το παιδί μου”…

Λες και πρέπει να το πούμε, λες και το να κάνουμε κάτι για εμάς, κάτι που να μας φροντίζει, κάτι που έχουμε ανάγκη για να είμαστε ισορροπημένες, δεν εμπεριέχει μέσα του την αγάπη για το παιδί μας.

Λες και αγαπάμε το παιδί μας, μόνο όταν είμαστε αποκλειστικά και μόνο, μητέρες – θυσίες, αφοσιωμένες αγόγγυστα και αδιαμαρτύρητα στο μεγάλωμα παιδιών, σε μια κοινωνία που δε στηρίζει αυτό μας τον ρόλο.

Κι εγώ το έχω κάνει. Έχω πιάσει τον εαυτό μου σε συζητήσεις, ίσως ακόμη και σε κείμενα που γράφω, να προσθέτω πάντα αυτή τη φράση, μη και παρεξηγηθώ, μη και θεωρηθώ κακή μάνα, που δεν αγαπώ, που δε νοιάζομαι για το παιδί μου.

Η μητρότητα είναι ένας από τους ρόλους που έχουμε (κάποιες) γυναίκες, και ο οποίος είναι σπουδαίος και μοναδικός γιατί μας εξελίσσει, μας ομορφαίνει, μας δίνει δώρα ακριβά και πολύτιμα, και είναι σημαντικό να τον φροντίζουμε, έχοντας επίγνωση των αναγκών του παιδιού μας βιολογικά, συναισθηματικά, ολιστικά.

Αλλά είναι ένας ρόλος που τον παίζουμε σε μοναξιά και χωρίς στήριξη. Ναι, πολλοί σύντροφοι σήμερα συμβάλουν σημαντικά στο μεγάλωμα των παιδιών. Αλλά λίγοι, πολύ λίγοι, ισότιμα με τη γυναίκα.

Επιδόματα και άδειες μητρότητας είναι της πλάκας, ειδικά συγκρινόμενα με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.Στους εργασιακούς χώρους το να είσαι γυναίκα και μάλιστα σε ηλικία τεκνοποίησης, εγκυμονούσα ή με παιδιά, συνιστά μεγάλο μειονέκτημα.

Και οι περιρρέουσες κοινωνικές επιταγές μας θέλουν κομψές και στυλάτες από την πρώτη μέρα που βγαίνουμε από το μαιευτήριο, κρύβοντας επιμελώς τα ράμματα, τα αίματα και το χαμένο μας μυαλό.

Αγαπάμε τα παιδιά μας και δε χρειάζεται να το δηλώνουμε, όταν μάλιστα έχουμε παραμελήσει τόσο τον εαυτό μας.Για την ακρίβεια αγαπάμε πιο πολύ τα παιδιά μας όταν αγαπάμε τον εαυτό μας και τον στηρίζουμε και τον αγκαλιάζουμε και αναγνωρίζουμε τις δυσκολίες μας και από πού αυτές πραγματικά προέρχονται.

Και όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε τον κόσμο γύρω μας, διεκδικώντας τη ζωή που μας αξίζει, τις συνθήκες που μας αξίζουν, και σε εμάς και κατ’ επέκταση και στα παιδιά μας.

“Χρειάζομαι χρόνο για μένα”

“Θα φύγω με τις φίλες μου για ένα τριήμερο”

“Αγαπώ τη δουλειά μου και μου λείπει”

“Είμαι πολύ κουρασμένη”.

Απλές, μικρές φράσεις.

Ας εκφράζουμε τις αλήθειες μας με καθαρότητα.

Χωρίς δικαιολογίες.

Αποχαιρετώντας νησιά και ανθρώπους το καλοκαίρι

Θυμάμαι τη συγχωρεμένη τη γιαγιά μου να μας ρίχνει νερό στο δρόμο καθώς επιστρέφαμε τέλος καλοκαιριού απ’ το χωριό στην Αθήνα. Για να κυλήσει το ταξίδι μας ήρεμα και ομαλά, όπως το νερό.

Θυμάμαι κι εμένα, από μικρό παιδί, που μόλις έχανα το βλέμμα μου απ’ το νησί (τη Λευκάδα), έβαζα πάντα τα κλάματα. Ποτέ δεν ήθελα να φύγω, ποτέ το καλοκαίρι δεν ήταν αρκετό. Και τι να λέμε, ποτέ δεν είναι.

Καλοκαιρινοί αποχαιρετισμοί. Ιδρωμένες αγκαλιές, κάτω απ’ τον ήλιο τον καυτό, με τις εξατμίσεις αναμμένες να σηματοδοτούν το τέλος της σαιζόν.

Έτσι και φέτος, είχα ήδη τους πρώτους μου αποχαιρετισμούς, κι ας είμαστε ακόμα στον Ιούλιο. Ο πρώτος ήταν που χαιρέτησα για μια ακόμη φορά το νησί μου, κουνώντας το χέρι μου, σαν μικρό παιδί, και πλημμυρισμένη με ένα αίσθημα παραίτησης, αυτό που λέει πως όσο και να προσπαθήσω, δεν μπορώ να ‘χω τη Λευκάδα όσο τη θέλω. Πάντα θα μου ξεγλιστρά, και πάντα το καλοκαίρι, σαν το νερό μέσα απ’ τις φούχτες μας.

Κι ο δεύτερος. Αχ, ο δεύτερος. Νάτος, στη φωτογραφία. Η αδερφή μου κι εγώ, που χαιρετιόμαστε στη Θεσσαλονίκη, μετά από αρκετές μέρες που βρεθήκαμε μαζί, όπως κάθε καλοκαίρι.

Αποχαιρετώντας νησιά και ανθρώπους το καλοκαίρι

Ο φωτογράφος δεν έπιασε τη σκηνή της αγκαλιάς, όπως του ζήτησα. Έπιασε όμως το αμέσως μετά, τα χέρια μας δεμένα, για λίγο ακόμα, για όσο περισσότερο γίνεται.

Κι έπιασε και μένα, με ένα πρόσωπο γεμάτο δάκρυα, και λίγο γερασμένο. Τι περίεργο…

Δε με έχω ξαναδεί έτσι. Δεν είμαι πια μικρή, αλλά δεν είμαι και μεγάλη. Στα 37 μου, θα ‘λεγε κανείς ότι δείχνω όσο είμαι. Ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω. Κι όμως, σ’ αυτή την τόσο μικρή στιγμή, μοιάζω γριά. Μ’ ένα πρόσωπο σπασμένο απ’ τη θλίψη του αποχωρισμού, αυτού που όσες φορές κι αν τον βιώσεις, δεν τον συνηθίζεις ποτέ. Ίσα-ίσα, το αντίθετο. Όσο περνούν τα χρόνια γίνεται όλο και πιο βαρύς, γιατί βαραίνεις κι εσύ, κι οι πλάτες σου, και τα πόδια, κι οι αναμνήσεις γίνονται πια τόσες πολλές που πονάει το κεφάλι σου, σαν να μη χωράει άλλες.

Δε συνηθίζονται οι αποχωρισμοί. Γίνονται απλά αποδεκτοί, για να μπορούμε να προχωρήσουμε, να μη σωριαστούμε χάμω. Μπαίνει ένα απότομο στοπ στο κλάμα, χαλαρώνουν τα χέρια κι απομακρύνονται απ’ το άλλο σώμα, το αγαπημένο, κι όλα παίρνουν το δρόμο που πρέπει. Το δρόμο που διαλέξαμε στη ζωή, όταν ζυγιάσαμε τα υπέρ και τα κατά, κι είπαμε «ξεκινάμε, κι όπου μας βγάλει».

Αχ πόσο μου λείπει η αδερφή μου. Κι όσο περνούν τα χρόνια, όλο και πιο πολύ. Κι αυτή, κι άλλοι πολλοί φευγάτοι… Που αυξάνονται, όλο και αυξάνονται. Κι ώρες-ώρες πολύ στενοχωριέμαι…

Όμως και πόσο χαίρομαι. Που έχω ανθρώπους να αποχαιρετάω, και δάκρυα να χύνω, που έχω αγκαλιές να χώνομαι και πρόσωπα να αγγίζω τρυφερά.

Κι όσο αποχαιρετώ, τόσο και καλωσορίζω. Νέες φιλίες, νέες αγάπες, νέες στιγμές. Και νέους αποχαιρετισμούς.

Όλα επαναπροσδιορίζονται. Με το χρόνο, με την απόσταση, ξαναγεννιούνται, ή σβήνουν, ανάλογα με τις επιθυμίες και τις επιλογές μας.

Αλλά όλα είναι ακόμα εδώ, στο χέρι μας.

Τρώω καρπούζι και θυμάμαι, και πληκτρολογώ και βουρκώνω, σκουπίζοντας τα μάτια μου απ΄ το φόρεμά μου.

Οι αποχωρισμοί κρύβουν μέσα τους τόση αγάπη.

Και νιώθω τόσο τυχερή που αγαπάω και αγαπιέμαι. Τόσο πολύ.

Ο άνθρωπος που καθόρισε τη ζωή μου όσο κανένας άλλος

Προχτές εκεί που έστρωνα τα σεντόνια, θυμήθηκα και πάλι τη Γιωργή. Είναι η κωφάλαλη θεία μου με την οποία μεγάλωσα από τότε που γεννήθηκα  και μέχρι μια μέρα εκεί γύρω στα 20 μου χρόνια, που έγειρε το κεφαλάκι της και πέθανε στα χέρια μου, την ώρα της δύσης του ηλίου.

Ο άνθρωπος που καθόρισε τη ζωή μου όσο κανένας άλλος

Από τότε τη σκέφτομαι συχνά. Έρχεται και με βρίσκει ξαφνικά, σε άσχετες στιγμές, και πλημμυρίζει την καρδιά και την ψυχή μου με την ύπαρξή της. Επικοινωνούμε, εγώ κλαίω, κι αυτή χαμογελά μ’ εκείνο το χαμόγελο που ωραιότερο δεν έχει δει ανθρώπου μάτι.

Δεν πέθανε. Τριγυρίζει ανάμεσά μας, σε άλλη μορφή, όχι ανθρώπινη, αλλά είναι εδώ. Καθοδηγεί τις κινήσεις μου, με χαϊδεύει όταν πονάω, μου δίνει κουράγιο όταν κουράζομαι.

Δεν χρειάζεται να έχω απτές αποδείξεις για την ύπαρξή της. Το ξέρω πως είναι πάντα εδώ, πως δεν έφυγε ποτέ. Κι αυτή δεν είναι μια γνώση του νου, αλλά μια γνώση πιο βαθιά, που δε χρειάζεται καμιά απόδειξη από ανθρώπινα μυαλά. Είναι η γνώση της ψυχής, που δε λαθεύει ποτέ.

Η ύπαρξη της Γιωργής είναι ο συνδετικός κρίκος που ενώνει εμένα, τη μάνα μου και την αδερφή μου. Η σύνδεσή μας καθορίζεται κυρίως από την συμβίωσή μας μαζί της. Ξέρω πως τα βράδια η μάνα μου τη σκέφτεται και κλαίει. Εκείνα τα βράδια κλαίω κι εγώ, κλαίει κι η αδερφή μου.

Αυτά τα βράδια είναι που έρχεται η Γιωργή και μας παίρνει και τις τρεις απ΄ το χέρι, και κάνουμε βόλτες στο χωριό, και μαγειρεύουμε παρέα, και γελάμε, και αγγίζουμε η μία την άλλη.

Τρεις γενιές γυναικών, ενωμένες, γεμάτες συναισθήματα, και ανασφάλειες, και διαφωνίες, και τσακωμούς, και ντροπή, και θάρρος, και όρεξη για ζωή, και αγάπη τόσο μεγάλη, τόσο δυνατή, που κάνει όλα της ζωής τα ζόρια να μοιάζουν μονοπάτια γεμάτα λουλούδια θερινά.

Ένας κύκλος είμαστε, η μάνα μου η αδερφή μου κι εγώ, και στο κέντρο του στροβιλίζεται γελώντας η Γιωργή: Αυτή που μας έδωσε τόσα πολλά, που μας έκανε αυτές που είμαστε σήμερα. Αυτή, ένας ήλιος που έδυσε, μα που ανατέλλει ξανά κάθε πρωί.

Ό,τι και να πω γι’ αυτήν δε φτάνει. Όμως τη σκέφτηκα, κι ήθελα να καταγράψω έστω κι αυτά τα λίγα λόγια, τώρα που κάθεται εδώ δίπλα μου, κρατώντας μου το χέρι ενώ πάλι κλαίω με λυγμούς.

Θυμάμαι σαν τώρα τη μέρα που γεννήθηκα, που η Γιωργή έκοψε ένα μικρό κομμάτι απ΄τη δική της καρδιά και μου το έχωσε βαθιά μες στη δική μου.

Γι’ αυτό νιώθω γεμάτη από αγάπη για τους ανθρώπους, για τη γη, για ό,τι συναντώ στο διάβα μου.

Γιατί κουβαλάω μέσα μου, τη δική της καρδιά.