Πάρτε στα σοβαρά τις μικρές απώλειες

«Πάρτε στα σοβαρά τις μικρές απώλειες», γράφει ο R. Neimeyer στο βιβλίο του «Ν’ αγαπάς και να χάνεις». Έπεσα πάνω σ’ αυτή τη φράση και μου άρεσε πολύ, γιατί οι μικρές απώλειες σε προετοιμάζουν για τις μεγάλες, σε εξασκούν, ενώ παράλληλα σε συνδέουν με τα αληθινά σου συναισθήματα, που χάνονται μέσα στη ροή της καθημερινότητας.

Θυμήθηκα χτες αυτή την ατάκα, εκεί που έκανα γιόγκα, κι είχα κλειστά τα μάτια και ξαφνικά μπροστά μου είδα το πατρικό μου. Τους καναπέδες, τα δωμάτια, τις σκιές και τα σκοτάδια, τα ντουλάπια και τις μικρές γωνιές. Και μ’ έπιασε μια θλίψη βαθιά, κι άρχισαν τα δάκρυα να τρέχουν γοργά, γιατί οι γονείς μου το νοίκιασαν, κι εγώ δεν πρόλαβα να του πω γεια.

Είχα κάνει πριν καιρό εκεί έναν αποχαιρετισμό στην παιδική μου ηλικία, αλλά το ίδιο το σπίτι δεν πίστευα ποτέ πως θα το έχανα. Και τώρα, που είναι βαμμένο κι έτοιμο να υποδεχτεί τους νέους του κατοίκους, που τα έπιπλα δεν είναι πια εκεί, που είναι ένα άλλο σπίτι, κι όχι το παιδικό μου, πονάω που το έχασα. Και που δεν το χαιρέτησα, ενώ πολλές φορές σκέφτηκα να πάω να το δω όπως ήταν, για μια τελευταία φορά. Αλλά δεν πήγα. Δε βρήκα  τη δύναμη.

Πάρτε στα σοβαρά τις μικρές απώλειες

Στο σπίτι μου το τωρινό, ο Άγιος Βασίλης ο πλαστικός μου θυμίζει πάντα τα δικά μου παιδικά Χριστούγεννα. Και τον έχει κι ο Χρήστος τώρα πια, και μέσα απ’ αυτόν ενώνονται για λίγο οι παιδικές μας ηλικίες, και γινόμαστε ίδιοι μαμά και γιος, και γινόμαστε για λίγο ένα.

Τον έβγαλα φωτογραφία συγκινημένη, και τον ακούω να μου λέει: «Το σπίτι σου το παιδικό είναι πάντα εδώ, μες στο καινούριο σου το σπίτι, και μέσα στην καρδιά σου. Δε βάφτηκε, δεν άδειασε, όχι, δε μένουν άλλοι, λάθος. Το σπίτι σου το κουβαλάς παντού, είσαι εσύ, μαζί με άλλα πολλά, είσαι και αυτό. Μην το αποχαιρετάς, γιατί δεν έφυγε ποτέ».

Χαμογελώ και τον ευχαριστώ τον παιδικό μου τον Άγιο Βασίλη που με καθησυχάζει. Αλλά η ψυχή μου άλλα μου λέει. Της λείπει πολύ εκείνο το σπίτι, ίσως της λείπουν κι αυτά που δεν έζησε εκεί, ή κι αυτά που θα ήθελε να ζήσει αλλιώς. Και σίγουρα της λείπει και η αγαπημένη μου Γιωργή…

Στο καλό αγαπημένο μου, μελαγχολικό μου σπίτι. Εγώ νιώθω πως έφυγες για πάντα. Και πονάω πολύ, γιατί ξέρω πως δε σε χόρτασα. Ίσως θα ‘θελα να ‘σαι πάντα εκεί, το καταφύγιό μου στα δύσκολα, στα ζόρια μου και στις δειλίες μου, να χώνομαι μέσα σου, να κλείνω πατζούρια και να μη βλέπω κανέναν.

Αλλά δεν υπάρχεις πια.

Κι εγώ πρέπει τώρα να μεγαλώσω για τα καλά.

Τα σοκοφρετάκια του παππού και της γιαγιάς

Είναι μικρά, ατομικά, ακουμπισμένα σε περίοπτη θέση στο τραπέζι του σαλονιού.

Κάθε φορά που μπαίνουμε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, ο Χρήστος τρέχει προς τα ‘κει.

Αφού αρπάζει όσα περισσότερα χωρούν οι μικρές του χούφτες, φωνάζει με ενθουσιασμό:

«Σοκοφρετάκια γιαγιά! Να τα φάμε τώρα!»

Τα σοκοφρετάκια του παππού και της γιαγιάς

Ε, και μετά ξεκινάει η μεγάλη διαπραγμάτευση:

«Όχι δεν θα τα φας τώρα, θα φάμε πρώτα φαγητό και μετά»,

«Δεν θα φας 3, θα φας μόνο 1 γιατί και το πρωί έφαγες 2 μπισκότα»,

και όλα αυτά τα σχετικά που τα ξέρουμε και τα έχουμε πει χιλιάδες φορές.

Και ανάμεσα στις σκληρές διαπραγματεύσεις, να πετάγεται και η γιαγιά και να λέει:

«Άστο το παιδί να τα φάει, αφού τα θέλει, δεν τρώει καθόλου γλυκά, χρειάζεται και το γλυκό».

Κι εγώ να γίνομαι ταύρος, γιατί δεν τη συμπαθώ τη ζάχαρη, και δεν τρώμε και επεξεργασμένα, και νευριάζω και με τη μάνα μου, και ενώ γίνεται όλος αυτός ο σαματάς ο Χρήστος έχει ήδη φάει το πρώτο σοκοφρετάκι κι ανοίγει και το δεύτερο, αφήνοντας εμένα και τη γιαγιά να συνεχίζουμε απτόητες τις διαπραγματεύσεις ενώ αυτός χαμογελά με δόντια καφέ από τη σοκολάτα.

Όταν όμως αντίκρυσα το σοκολατένιο χαμόγελο του παιδιού μου,  και με τι χαρά άνοιγε το περιτύλιγμα για να το φάει, θυμήθηκα εμένα.

Εμένα όταν ήμουν παιδί, και άνοιγα το δικό μου περιτύλιγμα από το παγωτό-πύραυλο που μου αγόραζε ο παππούς μου κάθε απόγευμα τα καλοκαίρια στο χωριό. Αυτό το παγωτό που η μαμά σπάνια μου έπαιρνε «γιατί έχει πολλή ζάχαρη και συντηρητικά».

Και πώς το περίμενα εκείνο το παγωτό… Το ξετύλιγα σιγά-σιγά, με προσοχή, και σίγουρα τα μάτια μου έλαμπαν, ακόμα τα θυμάμαι να καίνε από τη χαρά μου.

Κι ακόμα και τώρα όποτε βλέπω παιδάκι να κρατά πύραυλο στα χέρια του, τα μάτια μου καίνε από χαρά, χαίρομαι τόσο για το παιδάκι, χαίρομαι και για μένα που έζησα τόσο όμορφες στιγμές δίπλα στον δικό μου παππού και στη δική μου γιαγιά.

Οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν για αργότερα μιας και δεν καταλήξαμε σε συμφωνία, κι έτσι μουδιασμένες κάτσαμε μαμά και κόρη στο τραπέζι να φάμε. Έχοντας ζωντανή μες στο μυαλό μου την ανάμνηση του παππού μου, το παγωτό της παιδικής μου ηλικίας και κοιτώντας τώρα το παιδί μου να γελάει δίπλα στον δικό του παππού και στη δική του τη γιαγιά, έσκασα ένα μεγάλο χαμόγελο στα ξαφνικά.

Κι αποφάσισα να χαλαρώσω.

Και να αφήσω το παιδί μου να χτίσει τη δική του σχέση με τον παππού και τη γιαγιά του.

Μια σχέση διαφορετική από αυτή του γονιού με το παιδί.

Με μια άλλη επικοινωνία, με άλλους κώδικες και κανόνες.

Είναι η δική τους, μοναδική σχέση.

Μια σχέση που εμπεριέχει σοκοφρετάκια, και παγωτά-πύραυλους, και μπισκοτάκια, και απρόσμενα δωράκια, και σοκολατάκια:

Μια σχέση χωρίς άγχος, γεμάτη ζάχαρη, γεμάτη γλύκα.

Εγώ την έζησα αυτή τη σχέση, και θέλω πολύ να τη ζήσει και το παιδί μου.

Φεύγοντας το απόγευμα από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, άρπαξα ένα σοκοφρετάκι από το τραπέζι, το έφαγα, και με γεμάτο το στόμα είπα στο μικρό μου Χρήστο:

«Πωπώ είναι πολύ νόστιμα, είχες δίκιο που ήθελες να τα φας!»

Ο Χρήστος χοροπήδησε απ’ τη χαρά του, κι άρπαξε κι αυτός να φάει ένα τελευταίο.

«Να τα αφήσεις εκεί στο τραπέζι να ερχόμαστε να τρώμε», είπα στη μάνα μου λίγο πριν κλείσω την πόρτα.

Κι ανταλλάξαμε δύο φωτεινά χαμόγελα, κηρύττοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο το τέλος των διαπραγματεύσεων.

(Αυτό το κείμενό μου πρωτοδημοσιεύθηκε εδώ)

Αποχαιρετώντας νησιά και ανθρώπους το καλοκαίρι

Θυμάμαι τη συγχωρεμένη τη γιαγιά μου να μας ρίχνει νερό στο δρόμο καθώς επιστρέφαμε τέλος καλοκαιριού απ’ το χωριό στην Αθήνα. Για να κυλήσει το ταξίδι μας ήρεμα και ομαλά, όπως το νερό.

Θυμάμαι κι εμένα, από μικρό παιδί, που μόλις έχανα το βλέμμα μου απ’ το νησί (τη Λευκάδα), έβαζα πάντα τα κλάματα. Ποτέ δεν ήθελα να φύγω, ποτέ το καλοκαίρι δεν ήταν αρκετό. Και τι να λέμε, ποτέ δεν είναι.

Καλοκαιρινοί αποχαιρετισμοί. Ιδρωμένες αγκαλιές, κάτω απ’ τον ήλιο τον καυτό, με τις εξατμίσεις αναμμένες να σηματοδοτούν το τέλος της σαιζόν.

Έτσι και φέτος, είχα ήδη τους πρώτους μου αποχαιρετισμούς, κι ας είμαστε ακόμα στον Ιούλιο. Ο πρώτος ήταν που χαιρέτησα για μια ακόμη φορά το νησί μου, κουνώντας το χέρι μου, σαν μικρό παιδί, και πλημμυρισμένη με ένα αίσθημα παραίτησης, αυτό που λέει πως όσο και να προσπαθήσω, δεν μπορώ να ‘χω τη Λευκάδα όσο τη θέλω. Πάντα θα μου ξεγλιστρά, και πάντα το καλοκαίρι, σαν το νερό μέσα απ’ τις φούχτες μας.

Κι ο δεύτερος. Αχ, ο δεύτερος. Νάτος, στη φωτογραφία. Η αδερφή μου κι εγώ, που χαιρετιόμαστε στη Θεσσαλονίκη, μετά από αρκετές μέρες που βρεθήκαμε μαζί, όπως κάθε καλοκαίρι.

Αποχαιρετώντας νησιά και ανθρώπους το καλοκαίρι

Ο φωτογράφος δεν έπιασε τη σκηνή της αγκαλιάς, όπως του ζήτησα. Έπιασε όμως το αμέσως μετά, τα χέρια μας δεμένα, για λίγο ακόμα, για όσο περισσότερο γίνεται.

Κι έπιασε και μένα, με ένα πρόσωπο γεμάτο δάκρυα, και λίγο γερασμένο. Τι περίεργο…

Δε με έχω ξαναδεί έτσι. Δεν είμαι πια μικρή, αλλά δεν είμαι και μεγάλη. Στα 37 μου, θα ‘λεγε κανείς ότι δείχνω όσο είμαι. Ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω. Κι όμως, σ’ αυτή την τόσο μικρή στιγμή, μοιάζω γριά. Μ’ ένα πρόσωπο σπασμένο απ’ τη θλίψη του αποχωρισμού, αυτού που όσες φορές κι αν τον βιώσεις, δεν τον συνηθίζεις ποτέ. Ίσα-ίσα, το αντίθετο. Όσο περνούν τα χρόνια γίνεται όλο και πιο βαρύς, γιατί βαραίνεις κι εσύ, κι οι πλάτες σου, και τα πόδια, κι οι αναμνήσεις γίνονται πια τόσες πολλές που πονάει το κεφάλι σου, σαν να μη χωράει άλλες.

Δε συνηθίζονται οι αποχωρισμοί. Γίνονται απλά αποδεκτοί, για να μπορούμε να προχωρήσουμε, να μη σωριαστούμε χάμω. Μπαίνει ένα απότομο στοπ στο κλάμα, χαλαρώνουν τα χέρια κι απομακρύνονται απ’ το άλλο σώμα, το αγαπημένο, κι όλα παίρνουν το δρόμο που πρέπει. Το δρόμο που διαλέξαμε στη ζωή, όταν ζυγιάσαμε τα υπέρ και τα κατά, κι είπαμε «ξεκινάμε, κι όπου μας βγάλει».

Αχ πόσο μου λείπει η αδερφή μου. Κι όσο περνούν τα χρόνια, όλο και πιο πολύ. Κι αυτή, κι άλλοι πολλοί φευγάτοι… Που αυξάνονται, όλο και αυξάνονται. Κι ώρες-ώρες πολύ στενοχωριέμαι…

Όμως και πόσο χαίρομαι. Που έχω ανθρώπους να αποχαιρετάω, και δάκρυα να χύνω, που έχω αγκαλιές να χώνομαι και πρόσωπα να αγγίζω τρυφερά.

Κι όσο αποχαιρετώ, τόσο και καλωσορίζω. Νέες φιλίες, νέες αγάπες, νέες στιγμές. Και νέους αποχαιρετισμούς.

Όλα επαναπροσδιορίζονται. Με το χρόνο, με την απόσταση, ξαναγεννιούνται, ή σβήνουν, ανάλογα με τις επιθυμίες και τις επιλογές μας.

Αλλά όλα είναι ακόμα εδώ, στο χέρι μας.

Τρώω καρπούζι και θυμάμαι, και πληκτρολογώ και βουρκώνω, σκουπίζοντας τα μάτια μου απ΄ το φόρεμά μου.

Οι αποχωρισμοί κρύβουν μέσα τους τόση αγάπη.

Και νιώθω τόσο τυχερή που αγαπάω και αγαπιέμαι. Τόσο πολύ.